- χειρητής
- χειρ-ητής, οῦ, ὁ,A manual labourer, BGU9 iii 19 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειρητής — oῡ, ὁ, Α χειρώνακτας, χειροτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείρ, χειρός + κατάλ. ητής, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χειράω, ῶ «εργάζομαι με τα χέρια»] … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek